Ένα από τα πιο αναγνωρισμένα εργαλεία για τον ορισμό της σχετικής αγοράς, τόσο στο πλαίσιο της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας όσο και στο πλαίσιο ελέγχου συγκεντρώσεων επιχειρήσεων, είναι το SSNIP τεστ (Small but Significant Non-Transitory Increase in Price), γνωστό και ως τεστ του υποθετικού μονοπωλητή.
Σε υποθέσεις που αφορούν τις πιο πάνω νομοθεσίες ο ορθός ορισμός της σχετικής αγοράς είναι καθοριστικός, καθώς αποτελεί το θεμέλιο πάνω στο οποίο βασίζεται η αξιολόγηση της ανταγωνιστικής συμπεριφοράς μιας επιχείρησης. Μόνο εάν γνωρίζουμε ποια προϊόντα ή υπηρεσίες ανταγωνίζονται μεταξύ τους και ποιοι είναι οι πραγματικοί ή δυνητικοί ανταγωνιστές, μπορούμε να εκτιμήσουμε με ακρίβεια τη δύναμη που κατέχει μία επιχείρηση στην αγορά και να εκτιμήσουμε τις επιδράσεις μιας επιχειρηματικής πρακτικής στη δομή της αγοράς και στη λειτουργία του ανταγωνισμού εντός αυτής. Ένας εσφαλμένος ή αυθαίρετος ορισμός της αγοράς μπορεί να οδηγήσει είτε σε αδικαιολόγητη παρέμβαση των Αρχών Ανταγωνισμού (false positives) είτε σε παράλειψη ουσιωδών παραβάσεων (false negatives), υπονομεύοντας την αποτελεσματικότητα του Δικαίου του Ανταγωνισμού.
Τι είναι το SSNIP τεστ;
Το SSNIP τεστ είναι ένα εμπειρικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για τον καθορισμό των ορίων της σχετικής αγοράς, δηλαδή προσδιορίζει ποια προϊόντα ή υπηρεσίες λειτουργούν ως υποκατάστατα και ανταγωνίζονται μεταξύ τους. Η βασική του λογική είναι απλή: υποθέτουμε ότι μια επιχείρηση είναι η μοναδική που προσφέρει ένα προϊόν ή μια υπηρεσία και εξετάζουμε τι θα συμβεί αν αυξήσει την τιμή κατά ένα μικρό αλλά σημαντικό ποσοστό, συνήθως μεταξύ 5% μέχρι 10% για μια μη παροδική περίοδο, συνήθως ενός έτους. Αν οι καταναλωτές εξακολουθήσουν να αγοράζουν το προϊόν παρά την αύξηση της τιμής του, αυτό υποδηλώνει ότι δεν υπάρχουν στενά υποκατάστατα και άρα η σχετική αγορά περιλαμβάνει μόνον το συγκεκριμένο προϊόν. Αντίθετα, αν σημαντικός αριθμός καταναλωτών στραφεί σε εναλλακτικά προϊόντα, τότε τα προϊόντα αυτά θα πρέπει να θεωρηθούν μέρος της ίδιας σχετικής αγοράς διότι ασκούν ανταγωνιστική πίεση στη συμπεριφορά της επιχείρησης εφόσον την εμποδίζουν να αυξήσει τις τιμές της. Η διαδικασία που περιγράφεται πιο πάνω επαναλαμβάνεται, προσθέτοντας σταδιακά νέα πιθανά υποκατάστατα προϊόντα, μέχρι να καταλήξουμε στο μικρότερο σύνολο προϊόντων στο οποίο μία αύξηση της τιμής δεν προκαλεί σημαντική απώλεια πελατών. Με αυτό τον τρόπο προσδιορίζονται τα όρια της σχετικής αγοράς στην πράξη, βάσει της συμπεριφοράς των καταναλωτών και τον βαθμό υποκατάστασης μεταξύ των προϊόντων.
Σε ποιες περιπτώσεις είναι χρήσιμο το SSNIP τεστ;
Το SSNIPτεστ μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάθε περίπτωση όπου απαιτείται ο προσδιορισμός της σχετικής αγοράς προϊόντος ή υπηρεσίας στο πλαίσιο της εφαρμογής του Δικαίου του Ανταγωνισμού, όπως για παράδειγμα όταν εξετάζουμε αν μια επιχείρηση κατέχει δεσπόζουσα θέση ή όταν αξιολογούμε τις επιπτώσεις μιας συγχώνευσης ή εξαγοράς μεταξύ δύο επιχειρήσεων στον ανταγωνισμό.
Το SSNIP τεστ είναι ιδιαίτερα χρήσιμο όταν δεν είναι ξεκάθαρο αν δύο ή περισσότερα προϊόντα είναι υποκατάστατα. Για παράδειγμα, όταν δεν γνωρίζουμε αν οι καταναλωτές θα αντικαθιστούσαν ένα προϊόν με ένα άλλο αν η τιμή του πρώτου αυξανόταν λίγο, το SSNIP τεστ μπορεί να μας δώσει την απάντηση.
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η ύπαρξη διαφορών στα χαρακτηριστικά ή τις τιμές των προϊόντων δεν συνεπάγεται ότι το τεστ δεν έχει πρακτική αξία. Αντιθέτως, η χρησιμότητα του είναι ακόμα μεγαλύτερη σε τέτοιες περιπτώσεις, καθώς μπορεί να αποκαλύψει τα πραγματικά όρια της σχετικής αγοράς. Το γεγονός ότι δύο προϊόντα διαφέρουν ως προς τα χαρακτηριστικά, την ποιότητα ή την τιμή τους, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι δεν λειτουργούν ως υποκατάστατα. Οι καταναλωτές συνήθως αξιολογούν τις επιλογές τους ανάλογα με τις ανάγκες που έχουν, τις προτιμήσεις τους ή το διαθέσιμο εισόδημά τους. Επομένως, μπορεί να επιλέξουν να καταναλώσουν ένα φθηνότερο ή διαφορετικό προϊόν ως εναλλακτική λύση. Για παράδειγμα, ένα ακριβό αναψυκτικό γνωστής εμπορικής επωνυμίας και ένα φθηνότερο προϊόν ιδιωτικής ετικέτας μπορεί να έχουν διαφορετική τιμή και γεύση, όμως για πολλούς καταναλωτές μπορεί να αποτελούν πραγματικές εναλλακτικές επιλογές. Σε τέτοιες περιπτώσεις, το SSNIP τεστ βοηθά να διαπιστώσουμε κατά πόσον μια μικρή αύξηση στην τιμή του πρώτου προϊόντος θα οδηγούσε τους καταναλωτές να επιλέξουν το δεύτερο προϊόν. Επομένως, παρά τις διαφορές που υπάρχουν, μπορεί να διαπιστωθεί ότι τα δύο προϊόντα ανήκουν στην ίδια σχετική αγορά καθότι θεωρούνται στενά υποκατάστατα από μεγάλη μερίδα καταναλωτών.
Κατά συνέπεια, μια απλή διαφορά στην τιμή ή στα χαρακτηριστικά των προϊόντων δεν αρκεί από μόνη της για να αποκλειστεί η ανάγκη εφαρμογής του SSNIP τεστ. Αντιθέτως, σε περιπτώσεις όπου υπάρχει αβεβαιότητα ως προς τον βαθμό υποκατάστασης μεταξύ των προϊόντων, το SSNIP τεστ προσφέρει μια δομημένη και εμπειρικά τεκμηριωμένη προσέγγιση για τον ορισμό της σχετικής αγοράς.
Παρά τα πιο πάνω, η σημασία και η χρησιμότητα του SSNIP τεστ υποτιμήθηκαν σε ορισμένες σχετικά πρόσφατες αποφάσεις της Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού (Επιτροπή). Ενδεικτικά, στην Απόφαση 30/2020, που αφορούσε καταγγελία της εταιρείας Primetel Plc κατά της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου και του Ομίλου Forthnet A.E. και/ή της Multichoice Hellas S.A., η Επιτροπή έκρινε ότι το τεστ δεν θα ήταν χρήσιμο στην υπό εξέταση περίπτωση. Κατά την κρίση της, η συνδρομητική τηλεόραση και η ελεύθερη τηλεόραση δεν συνδέονται στενά μεταξύ τους, καθώς διαφέρουν ως προς τα χαρακτηριστικά και το περιεχόμενο τους. Επιπλέον, η Επιτροπή επεσήμανε ότι η μεν ελεύθερη τηλεόραση δεν συνεπάγεται οικονομικό κόστος για τον καταναλωτή, σε αντίθεση με την συνδρομητική τηλεόραση που απαιτεί μηνιαία συνδρομή και ενδεχομένως κόστος εγκατάστασης. Βάσει αυτών των διαφορών, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι δύο υπηρεσίες είναι κατά βάση διαφορετικές και επομένως το SSNIP τεστ δεν ήταν αναγκαίο να εφαρμοστεί.
Η προσέγγιση αυτή παρουσιάζει αρκετές αδυναμίες.
Πρώτον, βασίζεται στην εσφαλμένη παραδοχή ότι η ελεύθερη τηλεόραση δεν συνεπάγεται κανενός είδους κόστους για τους καταναλωτές, παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι ο θεατής πληρώνει με χρόνο έκθεσης σε διαφημίσεις, στοιχείο που συνιστά έμμεσο κόστος και μπορεί να επηρεάσει ουσιαστικά τις προτιμήσεις και κατ’ επέκταση τις επιλογές του.
Δεύτερον, η διαφοροποίηση μεταξύ των δύο υπηρεσιών παρουσιάζεται από την Επιτροπή ως δεδομένη και αυτονόητη, χωρίς να υποστηρίζεται από εμπειρικά στοιχεία ή ανάλυση περιεχομένου, παρά το γεγονός ότι οι δύο υπηρεσίες προσφέρουν συχνά παρόμοια προγράμματα και καλύπτουν αντίστοιχες ανάγκες των καταναλωτών.
Τρίτον, η Επιτροπή αγνόησε πλήρως εμπειρικά δεδομένα που προκύπτουν από έρευνα του Γραφείου Επιτρόπου Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΓΕΡΗΕΤ), η οποία παρατίθεται στην ίδια την απόφαση. Σύμφωνα με τα ευρήματα της εν λόγω έρευνας, σε περίπτωση αύξησης της τιμής συνδρομητικής τηλεόρασης κατά 10%, περίπου το 25% των καταναλωτών θα διέκοπτε τη συνδρομή του. Αυτό συνιστά σοβαρή ένδειξη για ύπαρξη υποκατάστατων αγαθών και επομένως ευαισθησία της ζήτησης σε αλλαγές στην τιμή. Εντούτοις, η Επιτροπή κατέληξε ότι το SSNIP τεστ δεν θα είχε ουσιαστική συμβολή στον ορισμό της σχετικής αγοράς, παραβλέποντας τόσο τη λειτουργία του τεστ όσο και την εμπειρική τεκμηρίωση που υπήρχε ήδη στη διάθεσή της.
Η εφαρμογή του SSNIP τεστ στη συγκεκριμένη υπόθεση θα μπορούσε να διασαφηνίσει τον βαθμό στον οποίο οι καταναλωτές αντιλαμβάνονται τη συνδρομητική και την ελεύθερη τηλεόραση ως υποκατάστατες υπηρεσίες, συμβάλλοντας έτσι σε έναν πιο ακριβή και τεκμηριωμένο ορισμό της σχετικής αγοράς. Ο αποκλεισμός του SSNIP τεστ χωρίς να προταθεί κάποια εναλλακτική εμπειρική μεθοδολογία, υπονομεύει τη μεθοδολογική πληρότητα της ανάλυσης και μειώνει την αξιοπιστία της απόφασης. Είναι εύλογο να υποτεθεί ότι εξαιτίας αυτής της επιφανειακής μεθοδολογικά προβληματικής προσέγγισης, ενδέχεται να έχουν διαμορφωθεί εσφαλμένα συμπεράσματα τόσο σε σχέση με τη δομή της αγοράς όσο και σε σχέση με τη φύση του ανταγωνισμού στον οικείο τομέα.
Επιπρόσθετα, προβληματικός είναι και ο υπαινιγμός της Επιτροπής ότι το SSNIP τεστ αποτελεί ένα διανοητικό ή θεωρητικό πείραμα χωρίς δυνατότητα πρακτικής εφαρμογής. Αυτή η αντίληψη δεν ανταποκρίνεται στην οικονομική πραγματικότητα. Η σχετική βιβλιογραφία και η διεθνής πρακτική αποδεικνύουν ότι υπάρχουν διάφορες εμπειρικές μέθοδοι για την εφαρμογή του SSNIP τεστ, όπως η ανάλυση της ελαστικότητας της ζήτησης, η χρήση οικονομετρικών μοντέλων παλινδρόμησης, η ανάλυση μεταβολών στα μερίδια αγοράς σε συνάρτηση με τις σχετικές τιμές, καθώς και η αξιοποίηση δεδομένων από έρευνες καταναλωτικής συμπεριφοράς. Οι εν λόγω μέθοδοι επιτρέπουν την εκτίμηση του βαθμού στον οποίο μια μικρή αλλά σημαντική αύξηση της τιμής οδηγεί σε υποκατάσταση από άλλα προϊόντα. Συνεπώς, η ύπαρξη τέτοιων εργαλείων καταρρίπτει την θέση ότι το SSNIP τεστ είναι αδύνατον να εφαρμοστεί στην πράξη. Αντιθέτως, πρόκειται για ένα εργαλείο με σαφές επιστημονικό υπόβαθρο και δυνατότητα εμπειρικής εφαρμογής, το οποίο εφόσον αξιοποιηθεί σωστά, μπορεί να παρέχει τεκμηριωμένα και αξιόπιστα αποτελέσματα στην άσκηση ορισμού της σχετικής αγοράς.
Συμπερασματικά, η απόρριψη της εφαρμογής του SSNIP τεστ σε υποθέσεις που αφορούν την αντιμονοπωλιακή νομοθεσία, χωρίς την αξιοποίηση άλλης εμπειρικής ή θεωρητικά τεκμηριωμένης μεθοδολογίας, εγείρει σοβαρά ερωτήματα ως προς τη μεθοδολογική αρτιότητα και επιστημονική πληρότητα των αποφάσεων των Αρχών Ανταγωνισμού.
Η οριοθέτηση της σχετικής αγοράς αποτελεί κρίσιμο στάδιο σε υποθέσεις εφαρμογής του Δικαίου του Ανταγωνισμού, καθώς από αυτήν εξαρτάται η αξιολόγηση της ύπαρξης δεσπόζουσας θέσης και η ανάλυση των πιθανών αντιανταγωνιστικών επιπτώσεων της εξεταζόμενης επιχειρηματικής πρακτικής. Ένας εσφαλμένος ή αυθαίρετος ορισμός της σχετικής αγοράς μπορεί να οδηγήσει είτε σε υπερβολική παρέμβαση είτε σε αδυναμία εντοπισμού ουσιαστικών παραβάσεων, με σοβαρές συνέπειες όσον αφορά την αποτελεσματικότητα της εφαρμογής του Δικαίου του Ανταγωνισμού.
Η επιλογή της Επιτροπής να βασιστεί σε ποιοτικά, μη τεκμηριωμένα κριτήρια, αγνοώντας διαθέσιμα εμπειρικά δεδομένα και αποδεδειγμένα οικονομικά εργαλεία, όχι μόνο μειώνει την αξιοπιστία της συγκεκριμένης απόφασης, αλλά δημιουργεί και επικίνδυνο προηγούμενο για μελλοντικές υποθέσεις. Είναι συνεπώς αναγκαίο, για λόγους θεσμικής συνέπειας, επιστημονικής εγκυρότητας και ασφάλειας δικαίου, οι αποφάσεις των Αρχών Ανταγωνισμού να στηρίζονται σε επιστημονικά θεμελιωμένες και μεθοδολογικά αξιόπιστες προσεγγίσεις.